φυματίωση — Λοιμώδης νόσος, που προσβάλλει τον άνθρωπο και μερικά ζώα και προκαλείται από το μυκοβακτηρίδιο της φ., τον βάκιλλο (Mycobacterium tuberculosis) που ανακάλυψε ο Κοχ. Η φ. του ανθρώπου μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορες κλινικές εικόνες και εξαρτάται … Dictionary of Greek
προφυματικός — ή, ό, Ν 1. (για καταστάσεις) αυτός που προοιωνίζεται φυματίωση 2. (για πρόσ.) αυτός που κινδυνεύει να προσβληθεί από φυματίωση, που παρουσιάζει συμπτώματα τα οποία προαναγγέλλουν φυματίωση … Dictionary of Greek
αιματουρία — Η παρουσία αίματος στα ούρα. Αποτελεί σημαντικό εύρημα και μπορεί να οφείλεται σε βλάβη ή φλεγμονή του ουροποιητικού συστήματος ή σε γενική νόσο. Εάν το αίμα εμφανίζεται μόνο στην αρχή της ούρησης συνήθως προέρχεται από την πρόσθια μοίρα της… … Dictionary of Greek
ηλιοθεραπεία — (Ιατρ.). Μέθοδος θεραπείας που βασίζεται στην παρατεταμένη έκθεση τμήματος ή ολόκληρου του σώματος στις ηλιακές ακτίνες. Διακρίνονται: η η. του βουνού (μέθοδος εκλογής για τις οστεοαρθρικές εντοπίσεις της φυματίωσης, που συνοδεύονται από… … Dictionary of Greek
λαρυγγίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του λάρυγγα. Παρουσιάζεται με διάφορες μορφές, που γενικά διακρίνονται σε οξείες, χρόνιες, συρίττουσες, διφθεριτικές, φυματιώδεις και χρόνιες ατροφικές λ. Η οξεία λ. μπορεί να είναι βακτηριακής ή ερεθιστικής αιτιολογίας… … Dictionary of Greek
φυμάτιο — Η στοιχειώδης παθολογική και ανατομική βλάβη της φυματίωσης. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε πριν από την ανακάλυψη του βάκιλλου του Κοχ (βακτηρίδιο της φυματίωσης), για να χαρακτηρίσει ειδικότερα τη φυματίωση ιστολογικής βλάβης. Το φ. είναι παραγωγική… … Dictionary of Greek
φυματιώδης — ες, Ν [φυμάτιο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φυμάτια ή στη φυματίωση 2. αυτός που προκαλείται από φυματίωση («φυματιώδης περιτονίτιδα») … Dictionary of Greek
φυματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φυμάτια ή στη φυματίωση (βλ. λ.). 2. αυτός που πάσχει από φυματίωση, φθισικός, χτικιάρης, χτικιασμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Бугорчатка — Рентгенограмма органов грудной клетки больного туберкулёзом Туберкулёз МКБ 10 A15. A19 … Википедия
МТБ — Рентгенограмма органов грудной клетки больного туберкулёзом Туберкулёз МКБ 10 A15. A19 … Википедия